- ερυθροχίτων
- ο одетый в красный хитон, в красную тунику (о сторонниках Гарибальди)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ερυθροχίτων — ο, η 1. αυτός που φέρει ερυθρό χιτώνα 2. (το αρσ. στον πληθ.) οι ερυθροχίτωνες προσωνυμία τών αξιωματικών και στρατιωτών που ανήκαν στο εθελοντικό σώμα τού στρατηγού Γαριβάλδη λόγω τού ερυθρού χιτωνίου τής στολής τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός +… … Dictionary of Greek
ερυθρός — ά και ή, ό (AM ἐρυθρός, ά, όν Α και ἐρυθρός, ή, όν) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού αίματος ή τού άνθους τής παπαρούνας, ο κόκκινος 2. φρ. «Ερυθρά θάλασσα» η θάλασσα μεταξύ τής Αραβίας και τού βόρειου τμήματος τής ανατολικής ακτής τής Αφρικής μσν … Dictionary of Greek
χιτώνας — Εσωτερικό ένδυμα που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Έλληνες και οι Ρωμαίοι. Στους μινωικούς λαούς, ο χ. ήταν είδος περισκελίδας, από τη μέση μέχρι τα πόδια, και στους μυκηναϊκούς κοντό πουκάμισο χωρίς μανίκια, που έφτανε μέχρι τους αστραγάλους. Τον… … Dictionary of Greek